Μια Ιδέα - Μια Έμπνευση "Η κασετίνα" (Μέρος Γ')
29.9.25
Η Κασετίνα - Μέρος Γ'
Τη νύχτα της έβδομης μέρας, το κουδούνι ξαναχτύπησε. Δεν περίμενε τίποτα άλλο. Ήξερε, όμως, ότι αυτή θα ήταν η στιγμή. Άνοιξε την πόρτα.
Εκείνη στεκόταν στο κατώφλι. Χλωμή, τα μάτια της βυθισμένα σαν να κουβαλούσαν δέκα χρόνια σκοτάδι. Μα ήταν η Εύα. Ζωντανή. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του.
«Εύα…» ψιθύρισε.
Εκείνη χαμογέλασε χωρίς χαρά.
«Δεν περίμενες να με δεις, έτσι;»
Έκανε ένα βήμα πίσω. Οι αναμνήσεις χτύπησαν σαν σφυριά. Το ποτάμι. Το χτύπημα. Το χώμα που έριξε πάνω της. Όλα.
«Πώς…;»
«Δεν με σκότωσες. Έτσι νόμιζες. Ήμουν ζωντανή όταν με έθαψες. Ανέκτησα τις αισθήσεις μου και κατάφερα να επιζήσω. Έφυγα, κρύφτηκα. Έζησα με το σημάδι στο κεφάλι και την προδοσία σου μέσα μου. Δέκα χρόνια σε κοιτούσα απ’ τις σκιές, περίμενα. Να δεις τι είναι φόβος. Να νιώσεις τι σημαίνει να θαφτείς ζωντανός, μέσα στην ενοχή σου».
Η φωνή της ήταν ίδια μ’ εκείνη της κασέτας. Τώρα καταλάβαινε: όλες οι ηχογραφήσεις ήταν δικές της.
«Γιατί τώρα;» ψιθύρισε.
«Γιατί τώρα έμαθα να χρησιμοποιώ τον φόβο. Γιατί τώρα ήρθε η ώρα να θυμηθείς. Να πληρώσεις».
Σήκωσε το χέρι της. Έδειξε την κασετίνα.
«Αυτό ήταν το παιχνίδι μου μικρή. Έκρυβα μυστικά μέσα της. Τώρα είναι η σειρά σου. Θα βάλεις μέσα το δικό σου μυστικό. Γραπτά. Θα το παραδεχτείς. Κι αν δεν το κάνεις, θα μιλήσω εγώ. Στην αστυνομία. Στους δικούς σου. Σε όλους».
Η φωνή της δεν ήταν ούτε κραυγή ούτε απειλή. Ήταν ήρεμη, σχεδόν γλυκιά. Κι αυτό ήταν το πιο τρομακτικό.
Ήξερε πως η στιγμή είχε φτάσει. Δεν υπήρχε πια διαφυγή. Η Εύα ζούσε, και η αλήθεια ερχόταν να τον πνίξει πιο σίγουρα κι από το ποτάμι. Έτσι ένιωσε...
Η Εύα συνέχισε να τον κοιτάει ακίνητη, σαν άγαλμα φτιαγμένο από πόνο. Στο χέρι της, η κασετίνα. Στα μάτια της, δέκα χρόνια θάνατος και ανάσταση.
«Γράψε», είπε. «Ή εγώ θα φροντίσω να μάθουν όλοι».
Εκείνος πήρε το στυλό. Τα χέρια του έτρεμαν, μα οι λέξεις άρχισαν να βγαίνουν. Δεν ήταν μόνο ομολογία. Ήταν εξομολόγηση. Όλη η ενοχή, η ντροπή, η σιωπή που κουβαλούσε χρόνια, γέμιζε το χαρτί.
Όταν τελείωσε, το έβαλε μέσα στην κασετίνα. Την έκλεισε απαλά, σαν να σφράγιζε τον ίδιο του τον τάφο. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα.
«Δεν θέλω άλλο αίμα, Εύα. Αν θες να με καταστρέψεις, κάν’ το. Αν θες να με παραδώσεις, κάν’ το. Μα μη ζήσεις για πάντα μέσα στην εκδίκηση. Θα σε φάει όπως έφαγε κι εμένα».
Για μια στιγμή, εκείνη έσφιξε την κασετίνα σαν όπλο. Μα ύστερα, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ίσως πρώτη φορά μετά από χρόνια.
«Δεν ήθελα να πεθάνεις τότε», της είπε ψιθυριστά. «Ήθελα να φύγω απ’ τον εαυτό μου. Μα εσύ έμεινες μέσα μου, πάντα».
Η Εύα άφησε την κασετίνα να πέσει στο τραπέζι. Ησύχασε. Δεν μίλησε ξανά. Βγήκε έξω, κι η πόρτα έκλεισε πίσω της. Εκείνος κάθισε μόνος, με το χαρτί μέσα στην κασετίνα. Ήξερε πως δεν θα ξαναδεί την Εύα.
Μα ήξερε επίσης πως για πρώτη φορά, ίσως μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς τη φωνή της να τον κυνηγάει.
Το ποτάμι του παρελθόντος είχε σταματήσει να βουίζει. Κι η κασετίνα έμενε εκεί, σαν σιωπηλή μάρτυρας. Όχι πια όπλο, αλλά μνήμη. Ένα αντικείμενο που κρατούσε μέσα του την αλήθεια.
Το δρώμενο "Μια ιδέα - Μια έμπνευση" είναι δημιουργία του Γιάννη και μπορείτε να δείτε λεπτομέρειες με ένα κλικ εδώ.
0 comments