Μια Ιδέα - Μια Έμπνευση "Η κασετίνα"
10.9.25Κεντρική ιδέα:
Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.
Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:
«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.
Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;
Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;
Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.
Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.
Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;
Η Κασετίνα
Το πρωί ήταν συνηθισμένο. Ένα φως θαμπό έμπαινε από τις γρίλιες και το σπίτι μύριζε καφέ που είχε ξεχάσει πάνω στην εστία. Όταν χτύπησε το κουδούνι, δεν περίμενε κανέναν. Μονάχα ένας φάκελος περίμενε στο κατώφλι. Χωρίς διεύθυνση, χωρίς όνομα. Μόνο ένα αμυδρό ίχνος από δαχτυλικό αποτύπωμα στη γωνία, σαν κάποιος να είχε βιαστεί να τον αφήσει εκεί. Μέσα, ένα κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα με κόκκινο σημάδι.
Το πάτησε.
Η φωνή ήταν γυναικεία, καθαρή, σταθερή.
«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες».
Τίποτε άλλο. Ούτε όνομα, ούτε τόπος, ούτε χρόνος. Μόνο μια μικρή παύση, σαν αναστεναγμός, και ύστερα ο ήχος έσβησε.
Η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά. Δεν ήταν ξένη η φωνή. Είχε κάτι γνώριμο, σχεδόν τρυφερό. Ένας ψίθυρος που τον έγδερνε εσωτερικά: μνήμη ή ψευδαίσθηση;
Ξαναπάτησε το play. Αυτή τη φορά, πρόσεξε λεπτομέρειες. Μια ανάσα βαριά στο τέλος. Μια ανεπαίσθητη μελωδία από πίσω, σαν παιδικό τραγουδάκι που παιζόταν από πολύ μακριά.
Κι ύστερα, πριν σταματήσει, ένα χαμηλό «σώσε με». Το αίμα του πάγωσε. Ποια ήταν; Η Άννα; Η Λένα; Ή μήπως… εκείνη που ορκίστηκε πως δεν θα ξαναδεί ποτέ;
Το μυαλό του γλίστρησε πίσω, στα χρόνια που πάσχιζε να ξεχάσει. Στη νύχτα που έφυγε χωρίς εξηγήσεις. Στο βλέμμα που τον στοίχειωσε.
Άνοιξε τα συρτάρια, έψαξε σε παλιές φωτογραφίες, σε ξεχασμένες σημειώσεις. Κάθε γυναικεία φιγούρα που περνούσε από το παρελθόν του έμοιαζε να ζητά απαντήσεις.
Τις επόμενες ώρες, ο ήχος της κασέτας δεν έσβησε από το κεφάλι του. Τον άκουγε ακόμα κι όταν το κασετόφωνο ήταν κλειστό. Στον ύπνο του, η φωνή γινόταν πιο δυνατή:
«Σου μένουν λίγες μέρες…»
Μέρες για τι; Για να την ξαναβρεί; Για να λογοδοτήσει; Για να σωθεί; Το μόνο που ήξερε ήταν πως η κασέτα δεν ήταν μήνυμα. Ήταν κάλεσμα. Μία χρονοκάψουλα που ξεκλείδωνε όσα πάλεψε να θάψει.
Και τώρα είχε μόνο δύο επιλογές: Να την ακολουθήσει, ή να κρυφτεί για πάντα.
Τη δεύτερη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Το κασετόφωνο είχε μείνει στο κομοδίνο, μα η φωνή ακουγόταν μέσα του, έστω και χωρίς ρεύμα. Όσο περισσότερο σκεφτόταν, τόσο ένιωθε πως δεν ήταν απλά μήνυμα. Ήταν παγίδα.
Το επόμενο πρωί, έβγαλε την κασέτα και την περιεργάστηκε στο φως. Εκεί, χαραγμένο με καρφί ή ξυραφάκι, υπήρχε ένα μικρό σύμβολο: κύκλος μισοτελειωμένος. Ένα σημάδι που είχε ξαναδεί. Στο δωμάτιο της παλιάς του φίλης, της Εύας.
Η Εύα… Ήταν εκείνη που εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος πριν από δέκα χρόνια. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε. Μόνο εκείνος ήξερε. Γιατί ήταν παρών τη νύχτα που όλα τελείωσαν. Κι αν η φωνή στην κασέτα ήταν δική της;
Η ιδέα τον πάγωσε. Δε γινόταν. Η Εύα δεν μπορούσε να ζει. Ειδικά μετά από εκείνο το βράδυ, δίπλα στο ποτάμι.
Ξαναέβαλε το play. Αυτή τη φορά έσφιξε τα ακουστικά στ’ αυτιά του. Στο βάθος, πίσω από τις λέξεις, ακουγόταν ο ήχος νερού. Σαν κύμα που έσκαγε. Σαν το ίδιο ποτάμι. Η φωνή συνέχισε:
«Ξέρω τι έκανες. Και ξέρω γιατί. Έχεις μόνο λίγες μέρες να το παραδεχτείς. Αλλιώς θα το κάνω εγώ».
Η αναπνοή του κόπηκε. Κάποιος έπαιζε μαζί του. Ή, χειρότερα, κάποιος ήξερε.
Τα επόμενα εικοσιτετράωρα, το τηλέφωνό του γέμισε ανώνυμα μηνύματα: μια φωτογραφία από το ποτάμι, μια παιδική ζωγραφιά με έναν κύκλο, ένα χαρτί με γραμμένη μόνο τη λέξη «σύντομα».
Δεν μπορούσε να το αποδείξει, αλλά ήξερε: κάποιος τον παρακολουθούσε. Στις σκιές, στο δρόμο, στο καθρέφτη του αυτοκινήτου. Κι όσο οι μέρες περνούσαν, ο ήχος της φωνής άλλαζε. Δεν ήταν πια απλώς ηχογράφηση. Έμοιαζε να του μιλάει κατευθείαν.
«Σε βλέπω».
«Κοιμάσαι άσχημα, έτσι;»
«Θυμήσου… το αίμα».
Ο φόβος έλιωσε σε εμμονή. Δεν ήξερε αν έπρεπε να βρει την αλήθεια ή να καταστρέψει το κασετόφωνο. Μα κάτι μέσα του έλεγε πως δεν είχε επιλογή. Όσο και να έτρεχε, το παρελθόν θα τον έβρισκε.
Και τώρα, το ρολόι μετρούσε αντίστροφα.
(Συνεχίζεται...)
0 comments